- καταγαμώ
- -άωσυνουσιάζομαι πολύ, χωρίς αναστολή, προφύλαξη ή προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασποδώ — διασποδῶ ( έω) (Α) καταγαμώ … Dictionary of Greek
καταγιγαρτίζω — (Α) (με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι τού σταφυλιού»), πρβλ. εκ γιγαρτίζω] … Dictionary of Greek
καταξεσχίζω — και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω) ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω νεοελλ. 1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα τού καταξέσκισε… … Dictionary of Greek